λέπτυνση

λέπτυνση
[-ις (-εως)] η
1) утончение; 2) похудание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λέπτυνση" в других словарях:

  • λέπτυνση — η 1. το να γίνει κάτι λεπτό, το αδυνάτισμα: Η λέπτυνση του σώματός του είναι αποτέλεσμα της καθημερινής γυμναστικής. 2. εξευγενισμός: Η λέπτυνση του χαρακτήρα της οφείλεται στο γεγονός ότι από μικρή διάβαζε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέπτυνση — η (AM λέπτυνσις, εως, ιων. γεν. ιος) [λεπτύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λεπτύνω, εκλέπτυνση («η λέπτυνση τού σύρματος») 2. αδυνάτισμα, εξασθένιση, απίσχνανση …   Dictionary of Greek

  • νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… …   Dictionary of Greek

  • έκτηξις — ἔκτηξις, η (Α) 1. τήξη, λέπτυνση, εξάντληση («ἔκτηξις φλεβῶν», Ιπποκρ.) 2. ακύρωση συμβολαίου επιγρ …   Dictionary of Greek

  • απολέπτυνση — η τέλεια λέπτυνση, αδυνάτισμα, λίγνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπτύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ι. Βάρδα] …   Dictionary of Greek

  • εμφύσημα — Aφύσικη παρουσία αέρα μέσα στους ιστούς ή στις κοιλότητες του σώματος. Εξαιτίας παθολογικών επικοινωνιών μεταξύ των αεροφόρων οδών και των γύρω ιστών, μπορεί να διεισδύσει αέρας στον υποδόριο ιστό του θωρακικού τοιχώματος (υποδόριο ε.) ή στους… …   Dictionary of Greek

  • λίγνεμα — το [λιγνεύω] λέπτυνση, αδυνάτισμα …   Dictionary of Greek

  • λεπτοποίησις — λεπτοποίησις, ἡ (Α) [λεπτοποιώ] 1. λέπτυνση 2. κονιοποίηση …   Dictionary of Greek

  • λεπτυντικός — ή, ό (Α λεπτυντικός, ή, όν) [λεπτύνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέπτυνση ή αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να λεπταίνει, απισχαντικός («δύναμιν ἔχει σταλτικήν, λεπτυντικήν, νομὴν ἐφεκτικήν», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • λεπτυσμός — λεπτυσμός, ὁ (Α) [λεπτύνω] 1. το αποτέλεσμα τού λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση 2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωση («λεπτυσμός ὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.) …   Dictionary of Greek

  • οστεοπόρωση — (Ιατρ.). Λέπτυνση στα σηραγγώδη και φλοιώδη στρώματα του οστού, ως αποτέλεσμα μερικής απορρόφησής του. Η νόσος αυτή είναι αποτέλεσμα τοπικών ή συστηματικών μεταβολικών διαταραχών. Συχνά παρατηρείται στην οστεομυελίτιδα, στη νόσο του Ιτσένκο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»